ταγίνι

ταγίνι
το см. ταΐνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταγίνι" в других словарях:

  • ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ταγίνι — το βλ. ταΐνι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταγιντζής — ο, Ν αυτός που μοιράζει το ταγίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίνι + κατάλ. τζής* (πρβλ. ψιλικα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ταΐνι — το, Ν βλ. ταγίνι …   Dictionary of Greek

  • ταγήνι — το, Ν βλ. ταγίνι …   Dictionary of Greek

  • ταΐνι — ταΐνι, το και ταγίνι, το μερίδα τροφής ζώων ή ανθρώπων: Δώσε στο άλογο το ταΐνι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»